- σφραγιδοφυλάκιον
- σφραγιδοφυλάκιονring-neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφραγιδοφυλάκιον — τὸ, Α 1. θήκη κατάλληλη για τη φύλαξη δαχτυλιδιών και, γενικά, κοσμημάτων 2. πυελίδα, σφενδόνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίς, ίδος + φυλάκιον] … Dictionary of Greek